...ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΆΜΕ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΜΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΣΥΧΝΑ

Το όνομά μας είναι Ευαγγελικοί, κι αυτό γιατί ταιριάζει με την έμφαση που δίνουμε στο Ευαγγέλιο δηλαδή το μήνυμα του Θεού για την ανθρωπότητα που βρίσκουμε στην Αγία Γραφή. Το Ευαγγελιστές δεν είναι σωστό επειδή έτσι ονομάζονται οι συγγραφείς των ευαγγελίων, ο Ματθαίος ο Μάρκος ο Λουκάς και ο Ιωάννης. Το «Διαμαρτυρόμενοι» είναι επίσης μια έγκυρη ονομασία για μας επειδή, θεολογικά υπάρχει μια σύνδεση με το κίνημα της Μεταρρύθμισης του 16ου αιώνα. Οι άνθρωποι εκείνοι αντιστάθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν απέναντι σε πρακτικές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (όπως τα συγχωροχάρτια). Αναζητούσαν την εκκλησιαστική πρακτική της πρώτης εκκλησίας και την διδασκαλία των αποστόλων. Εξαιτίας της διαμαρτυρίας τους αυτής πήραν το όνομα Διαμαρτυρόμενοι, που στην λατινική εκδοχή της είναι: Protestands. Έτσι και η ονομασία «Προτεστάντες» είναι δάνειο της Νεοελληνικής γλώσσας από την Λατινική εκδοχή της λέξης Διαμαρτυρόμενοι.

Η Ελεύθερη Ευαγγελική Εκκλησία συστάθηκε επίσημα στην Ελλάδα από το 1949, από τοπικές συνάξεις πιστών διασκορπισμένων σε όλη την Ελλάδα που μελετούσαν την Αγία Γραφή και είχαν κοινή πίστη και χρονολογούνταν ακόμα και πριν το 1890. Στην Αττική υπήρξαν πολλές τέτοιες συνάξεις από την εποχή του μεσοπολέμου και μετά. Εμπνευστής τους ήταν ένας νεαρός τότε, μαθηματικός, ο Κωσταντίνος Μεταλληνός. Αρχικά ήταν αρνητής του Θεού, αλλά καθώς άρχισε να μελετά την Καινή Διαθήκη με σκοπό να γράψει ένα βιβλίο ενάντια στην Χριστιανική πίστη, είχε την πείρα της αναγέννησης. Βίωσε τη χαρά και την πνοή ζωής που φέρνει το Άγιο Πνεύμα στην ζωή του ανθρώπου. Για ένα διάστημα άρχισε να κηρύττει στον ιερό ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα. Σύντομα όμως σταμάτησε από εκεί και άρχισε να μιλάει στους γύρω του για την Σωτηρία και την Λύτρωση που δίνει ο Χριστός. Έτσι δημιουργήθηκε μια πρώτη σύναξη στην Αθήνα που μεγάλωσε και πολλαπλασιάστηκε, δημιουργώντας συνάξεις και σε άλλα μέρη. Μία τέτοια σύναξη είναι και η δική μας στο Χαϊδάρι  και χρονολογείται από το 1979.

Πράγματι οι Ευαγγελικοί θεολογικά ανάγονται στο κίνημα της Μεταρρύθμισης που σάρωσε την Ευρώπη τον 16ο αιώνα. Το γεγονός αυτό κάνει αρκετούς να αναρωτιούνται πώς μπορεί κάτι που ξεκίνησε τόσο αργά να έχει τη σφραγίδα της αυθεντικότητας. Αυτό αρχικά φαίνεται λογικό. Αυτό το σκεπτικό όμως, παραβλέπει το γεγονός ότι το βασικό μήνυμα της Μεταρρύθμισης δεν ήταν η επινόηση κάτι ιστορικώς νέου, αλλά η επιστροφή στην αγνότητα και απλότητα της αποστολικής εποχής. Η αποστολικότητα λοιπόν δεν είναι ιστορικό αλλά πρωτίστως δογματικό και θεολογικό θέμα.

Αναμφίβολα, η ιδιαίτερη σχέση που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία με τον Ελληνισμό είναι μια ιστορική πραγματικότητα. Θεολογικά όμως η ταύτιση των δύο αυτών εννοιών,  εθνότητας και θρησκευτικού δόγματος δεν είναι δόκιμη. Η σχέση του ανθρώπου με τον Θεό δεν είναι θέμα πολιτισμικό ή κοινωνικό. Είναι θέμα υπαρξιακό που υπερβαίνει τα όρια της φυλής του έθνους και της κουλτούρας. Ας μην ξεχνάμε ότι όπως υπάρχουν Έλληνες Ορθόδοξοι αλλά και Ευαγγελικοί, υπάρχουν αντίστοιχα Κορεάτες, Άραβες Αφρικανοί, Αμερικανοί, τόσο Ορθόδοξοι όσο και Ευαγγελικοί. Εξάλλου είναι δίκαιο να αναγνωριστεί η συμβολή των Ελλήνων Ευαγγελικών στους αγώνες του έθνους μας, καθώς ήταν αλλά και είναι παρόντες σε όλο το εύρος της κοινωνικής  Ελληνικής πραγματικότητας.  Η Χριστιανική Εκκλησία λοιπόν, δεν είναι κάτι που από τη φύση του  μπορεί να ταυτιστεί με ένα συγκεκριμένο έθνος.

Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το ερώτημα εγείρεται σε κάποιους, επειδή έχουν το σκεπτικό ότι ένας χριστιανός έχει ανάγκη μεσολαβητή και μεσίτη προς τον Θεό. Πράγματι σε πολλούς ανθρώπους ο Θεός φαίνεται πολύ απόμακρος και απρόσιτος. Ίσως μάλιστα κάποιοι να αγνοούν το γεγονός ότι ο Χριστός μέσα από την άμωμη γέννηση του, την σταυρική του θυσία και την δοξασμένη Του ανάσταση γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ ανθρώπου και Θεού. Εδώ λοιπόν έχουμε να πούμε ότι τιμούμε τους αγίους ως παραδείγματα πίστης και αφοσίωσης στον Ιησού Χριστό. Δεν προσευχόμαστε όμως σε αυτούς ζητώντας τους να μεσολαβήσουν στον Θεό για εμάς, ούτε τους ασπαζόμαστε ή προσκυνούμε. Η προσευχή μας απευθύνεται απευθείας στο Θεό, που μας δίνει το δικαίωμα και το προνόμιο να Τον αποκαλούμε Πατέρα και να βιώνουμε μία σχέση αμεσότητας μαζί Του.

Η Εκκλησία μας αναγνωρίζει και εφαρμόζει τις τελετές του Δείπνου του Κυρίου (Θεία Ευχαριστία), της Βάπτισης, του Γάμου, και του Ευχελαίου. Δεν προσδίδει όμως σε αυτές την έννοια του μυστηρίου. Δεν τις θεωρεί, δηλαδή, μέσα διοχέτευσης της Θείας Χάρης για την σωτηρία των πιστών που συμμετέχουν, κι αυτό επειδή η Αγία Γραφή μας λέει ότι η Θεία Χάρη διοχετεύεται στο πιστό αποκλειστικά μέσω της πίστης. Όσον αφορά την Ιεροσύνη, το Χρίσμα και την Εξομολόγηση δεν έχει τελετές αντίστοιχες με αυτές της Ορθοδόξου Εκκλησίας επειδή με βάση την Αγία Γραφή, δεν βρίσκουμε βάσιμη την ύπαρξή τους.

Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με την εικαστική, αισθητική και διδακτική χρήση των εικόνων. Θεωρούμε όμως ότι γίνονται πρόβλημα όταν η χρήση τους γίνεται λατρευτική. Ο Θεός όρισε νωρίς, από την Παλαιά Διαθήκη, η λατρεία Του να είναι ανεικονική (χωρίς εικόνες). Στην Καινή Διαθήκη πάλι, ο ίδιος ο Κύριος μας ο Ιησούς Χριστός είπε ότι ο Θεός θέλει να τον λατρεύουμε «εν πνεύματι και αληθεία», και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το ξεχνάμε.

Το σημείο του σταυρού κατά την προσευχή ανήκει στις διαφορές μας με την Ορθόδοξη λατρευτική παράδοση, την κατατάσσουμε πάντως στις επουσιώδεις διαφορές μικρής σημασίας. Τιμούμε το Σταυρό του Χριστού, πρώτα από όλα με το σεβασμό μας σε αυτόν, έπειτα με μία πλούσια υμνογραφία που έχει το Σταυρό ως θέμα της και τέλος με την ανάρτηση του συμβόλου του σταυρού σε κεντρικά σημεία των ναών μας, όμως δεν έχουμε τη συνήθεια να κάνουμε χρήση του σημείου του σταυρού στην προσευχή μας. Αυτό είναι απλά και μόνο θέμα παράδοσης και συνήθειας. Κάτι πολύ σημαντικό πάντως είναι ότι το σημείο του σταυρού ή το οποιοδήποτε τυπικό που κατά παράδοση ακολουθούμε κατά την ώρα της προσευχής ο κάθε ένας, δεν θα πρέπει ποτέ να καταλήξει να γίνεται μόνο σαν μία εξωτερική έκφραση/κίνηση, χωρίς να ξεκινά και να αφορά την καρδιά.

Η Ελεύθερη Ευαγγελική Εκκλησία δέχεται την ιεροσύνη όλων των αναγεννημένων χριστιανών. Έτσι στη δομή της δεν υπάρχουν ιερείς ως ξεχωριστή και ιδιαίτερη κατηγορία αξιωματούχων που έχουν την εξουσία να μεταδίδουν και να διαμεσολαβούν τη χάρη του Θεού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, όπως ήδη αναφέραμε, απορρίπτει και το μυστήριο της Ιεροσύνης. Η Ελεύθερη Ευαγγελική Εκκλησία χειροτονεί πρεσβυτέρους, δίνοντάς τους ρόλους ποιμένων και διακόνων μέσα στο έργο της Εκκλησίας και όχι μία ιδιαίτερη θέση σε κάποια εκκλησιαστική ιεραρχία.

Τιμούμε την μητέρα του Κυρίου μας και σεβόμαστε την αγιότητα και την αγνότητά της. Την μακαρίζουμε για το προνόμιο που της δόθηκε να μετάσχει στο μυστήριο των αιώνων, την Ενσάρκωση του Θείου Λόγου, του Ιησού Χριστού. Παραδειγματιζόμαστε από τη ζωή της, και την πίστη της. Ωστόσο δεν της αποδίδουμε την ιδιότητα του μεσίτη για εμάς προς τον Θεό ούτε και του Σωτήρα και Λυτρωτή από την αμαρτία, γιατί αυτά είναι χαρακτηριστικά που ανήκουν στον Χριστό τον Υιό του Θεού. Στην Καινή Διαθήκη η μητέρα του Κυρίου μας κατά την προσευχή της «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριο…» αποκαλεί τον Θεό, σωτήρα της. Μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση επίσης, η προτροπή της στους υπηρέτες του γάμου της Κανά : «ό,τι σας λέγει (ο Ιησούς) κάμετε». Με την ενέργεια της αυτή έστρεψε τα βλέμματα όλων στον υιό της, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό.

Δείχνουμε σεβασμό και αγάπη και στον κλήρο και στο λαό. Αν και υπάρχουν καταστάσεις και πρακτικές που δεν μας βρίσκουν σύμφωνους, χαιρόμαστε ειλικρινά και δοξάζουμε το Θεό για όλους τους ευσεβείς και ειλικρινείς πιστούς στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Διαφωνούμε ριζικά, για λογικούς και θεολογικούς λόγους, με την αντίληψη ότι κάποιος είναι αυτομάτως Χριστιανός, επειδή είναι πολιτογραφημένος Έλληνας και βαπτισμένος Ορθόδοξος. Προσευχόμαστε υπέρ των Ορθοδόξων πιστών επειδή πιστεύουμε ότι είναι ανάγκη το ευαγγέλιο να αγγίξει μεταμορφωτικά και πάλι τις καρδιές όλων των ομοεθνών μας, τόσο ως μήνυμα όσο και ως κείμενο. Χωρίς να ξεχνάμε το μοναδικό προνόμιο που έχουμε σαν λαός, το πρωτότυπο της Καινής Διαθήκης να είναι γραμμένο στην γλώσσα μας.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια υπερφυσική εμπειρία χωρίς όμως φανερά υπερφυσικά γνωρίσματα. Συμβαίνει καθώς το Πνεύμα το Άγιο εργάζεται στην ζωή του ανθρώπου υπενθυμίζοντας την ανάγκη του για σωτηρία από τον θάνατο, για απελευθέρωση από την αμαρτία, για την ανάγκη του για την ίδια την Αιώνια Ζωή. Η Αναγέννηση ή αλλιώς «γέννηση ξανά» γίνεται από τον Θεό στον άνθρωπο που αντιλαμβάνεται ότι είναι αθεράπευτα αμαρτωλός στα μάτια του Θεού, και δέχεται το ευαγγέλιο της σωτηρίας του Χριστού με πίστη. Τότε το πνεύμα του ανθρώπου γεμίζει με ειρήνη και συμφιλιώνεται με τον Θεό. Η Αναγέννηση σηματοδοτεί την είσοδο του ανθρώπου σε μια σχέση κοινωνίας με τον Θεό Πατέρα και τον Ιησού Χριστό δια του Πνεύματος του Αγίου.

Πιστεύουμε ότι κάθε οικογένεια έχει σαν σκοπό της την δημιουργία ενός χώρου αγάπης ευτυχίας και ασφάλειας. Στην πραγματικότητα πρέπει να αποτελεί ένα ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη υγιών και ισορροπημένων ανθρώπων καθώς και των πιθανών απογόνων τους. Με βάση αυτό, η πρόνοια των γονέων στο να ορίσουν το πλήθος των απογόνων τους ανάλογα με τις δυνατότητες που διαθέτουν να τους υποστηρίξουν, με κάθε μέσον προφύλαξης που θα επιλέξουν, είναι όχι απλώς θεμιτό αλλά επιβάλλεται.  Βέβαια Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, όλο αυτό πρέπει να είναι  μέσα σα πλαίσια του σεβασμού στην αγέννητη ζωή.

Η έκτρωση είναι ένα σοβαρό θέμα της εποχής μας που προκαλεί έντονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις από αμφότερα τα στρατόπεδα (υποστηρικτών και ενάντιων). Την ίδια στιγμή γύρω του εμπλέκονται πρόσωπα, με κυριότερα την μέλλουσα μητέρα, και το έμβρυο. Από την στιγμή που έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινες υπάρξεις δεν λαμβάνουμε υπόψη μας τις προσωπικές μας ελλιπείς ίσως,  αντιλήψεις αλλά αυτό που μας λέει ως θεόπνευστο και αλάνθαστο κείμενο,  η Αγία Γραφή. Αυτή λοιπόν μας λέει ότι θα πρέπει να έχουμε σεβασμό τόσο στον Θεό όσο και στο δημιούργημά του τον άνθρωπο. Σεβασμό τόσο στην μητέρα αλλά και στο παιδί έστω κι αν ακόμα δεν έχει γεννηθεί.

Γνωρίζουμε ότι σπάνια μια έκτρωση συμβαίνει «ελαφρά την καρδιά», και σε πολλές περιπτώσεις η μητέρα είναι θύμα πιέσεων και τραγικών διλημμάτων.   Κατανοούμε κάθε γυναίκα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατέληξε στην έκτρωση χωρίς να μπορούμε να συμφωνήσουμε με την πράξη της. Πιστεύουμε όμως ότι ο Θεός είναι Θεός της δεύτερης ευκαιρίας και ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει πτώσεις και αμαρτήματα που διαπράξαμε για να μας ελκύσει κοντά Του. Εάν έχεις διαπράξει αυτή την αμαρτία χρειάζεται να ξέρεις ότι δεν υπάρχει αμαρτία που δεν συγχωρείται από τον Θεό αρκεί να την αντιμετωπίσεις με ειλικρινή μετάνοια. 

Σχετικά με το έμβρυο η Βίβλος μας διδάσκει ότι ο Θεός το αντιμετωπίζει ως πρόσωπο . Για παράδειγμα, το Πνεύμα το Άγιο εμπνέει το έμβρυο Ιωάννη Βαπτιστή όταν ακούει τη φωνή της μητέρας του Κυρίου μας. Το να σταματήσεις την ζωή ενός ανθρώπου αποτελεί σοβαρό αμάρτημα μπροστά στον Θεό και ο Θεός δεν το δέχεται αυτό.

Η έλξη μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου είναι ένα θέμα που συζητείται πολύ στις μέρες μας. Με την βοήθεια των media, λανσάρεται ένα υπεραπλουστευμένο μοντέλο της ανθρώπινης ύπαρξης με πολλά λογικά κενά στην παράθεση των απόψεων του. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται σαν άλλο ένα ζώο πάνω στη γη, και κυκλοφορεί η ιδέα ότι μπορεί να ζει όπως θέλει χωρίς συνέπειες. Κάτι τέτοιο όμως ούτε λογική έχει ούτε είναι  αλήθεια.  Η ύπαρξη δύο φύλων, όχι μονό στο βασίλειο των ζώων αλλά και των φυτών δηλώνει μια λογική ακολουθία. Που εάν σπάσει δημιουργεί αλυσιδωτές αντιδράσεις σε πολλά πολλά επίπεδα της ανθρώπινης κοινωνίας και ζωής. Δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε την ύπαρξή τους.  Δεν πρέπει να μας διαφύγει ότι τα δύο φύλλα είναι παρόντα σε επίπεδο γονιδιακό, σε επίπεδο μορφολογίας σώματος αλλά και ψυχής. Σε επίπεδο ρόλων,  ικανοτήτων και αναγκαιοτήτων μοιρασμένων ανάμεσά τους. Όλη η Δημιουργία έγινε με σκοπό. Ο ευφυής κατασκευαστής της, την έχει φτιάξει με ασύλληπτη ακρίβεια και τελειότητα παντού γύρω μας. Τα δύο φύλλα αποτελούν πρωτεύον χαρακτηριστικό της ζωής πάνω στη γη. Εάν πιστεύουμε ότι ο Θεός είναι ο «ποιητής ορατών τε πάντων και αοράτων» όπως ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως οφείλουμε να υποταχτούμε σε αυτό που Εκείνος δημιούργησε.  Επειδή αντίθετα από ότι προτείνει το σύστημα αυτού του κόσμου δεν είμαστε το σύνολο των επιθυμιών μας. Δεν φτιαχτήκαμε με κέντρο την σεξουαλική έκφραση. Δεν δημιουργηθήκαμε χωρίς λόγο αλλά με τιμή. Η Αγία Γραφή λέει κατηγορηματικά ότι οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανθρώπων του ίδιου φύλλου είναι αηδιαστικές για τον Θεό. Και κανείς που θέλει να έχει κοινωνία με τον Θεό δεν μπορεί να το αγνοήσει αυτό.   

Το ερώτημα αυτό απασχολεί πάρα πολλούς ανθρώπους. Και είναι πραγματικά ένα δίλημμά άλυτο για πολλούς. Η χριστιανική εκκλησία βέβαια διακηρύττει εδώ και αιώνες αυτό που λέει η Αγία Γραφή: ότι ο πόνος το κακό και ο θάνατος είναι αποτέλεσμα της Αμαρτίας που μπήκε στην ζωή μας δηλητηριάζοντας κάθε της επίπεδο, όταν ο προπάτοράς μας ο Αδάμ διάλεξε να ζήσει ανεξάρτητος από τον Θεό. Αυτό έρχεται να ενισχυθεί από τη λογική σκέψη ότι δεν μπορεί να είναι ο Δημιουργός μας αυτός, που ενώ δημιούργησε και διατηρεί τα πάντα γύρω μας με τέτοια τελειότητα και ομορφιά, μετά από λίγο τα καταστρέφει αφήνοντας μας μέσα στον πόνο και στον θάνατο. Εάν άνθρωπος το έκανε αυτό θα τον εξετάζαμε για ψυχοπάθεια. Ωστόσο ο Θεός δεν μπορεί να είναι ψυχοπαθής επειδή η σύνεση η σοφία η αρμονία και η καλοσύνη δεν συμβαδίζουν με την ψυχοπάθεια. Ποια είναι η απάντηση που μπορούμε να δώσουμε σε αυτό το καυτό ερώτημα; Είναι ότι ο Θεός σχεδιάζει να ανατάξει όλο αυτό το κακό τον πόνο και τον ίδιο τον θάνατο. Μας ζητάει να πιστέψουμε στον Χριστό και αυτός θα μας οδηγήσει στον Πατέρα Θεό. Στο τελευταίο βιβλίο της Αγίας Γραφής στην Αποκάλυψη 21:4 αναφέρει ότι όταν γίνει αυτό ο ίδιος ο Θεός θα σκουπίσει κάθε δάκρυ από τα μάτια μας, και ο θάνατος δεν θα υπάρχει πια. Θα λείψει το πένθος, το κλάμα και ο πόνος, επειδή αυτή η κατάσταση που ζούμε θα έχει φύγει οριστικά. Όταν θα γίνει αυτό, εσύ με ποιον θα είσαι;   

Για μας είναι βέβαια δύσκολο να καταλάβουμε πώς ένας συνάνθρωπος μας μπορεί να ζει και να πιστεύει ότι χαίρεται πραγματικά την ζωή ενώ είναι ικανός να βλέπει μόνο το μισό της εικόνας της. Βιώνει το μεγαλείο του κόσμου, την ομορφιά της φύσης, την αρμονία, την κίνηση των πλανητών, την περιπλοκότητα της βιολογίας, την μέθη της μουσικής, τον έρωτα ενός ζευγαριού, μια μάνα με το βρέφος της… όλα τα φαινόμενα της ζωής… και εντούτοις δεν σκοντάφτει η σκέψη του στο ισχυρό λογικό ερώτημα του «ποιος τελικά είναι πίσω από όλο αυτό;».

Γνωρίζουμε βέβαια ότι υπάρχουν πολλά άσχημα πράγματα στον κόσμο και σίγουρα μεγάλες αδικίες, με αποτέλεσμα πολλοί να θεωρούν ότι αυτά θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη του Θεού. Η χριστιανική όμως εκκλησία πάντα θεωρούσε τις ελλείψεις του κόσμου ως οφειλόμενες στην απομάκρυνση του ανθρώπου από τον Θεό. Δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος ενώ ζει στον κόσμο του Θεού, και αρνείται τον Πλάστη του,  κάνει του κεφαλιού του, δεν αναλαμβάνει τις ευθύνες του…  να περιμένει τελικά ότι όλα θα πάνε καλά. Εξάλλου, η άρνηση της ύπαρξης του Θεού δεν λύνει κανένα πρόβλημα. Μόνο η πίστη δημιουργεί ελπίδα.

Κάποιοι βέβαια αμφισβητούν κι αυτήν ακόμα την ελπίδα, θεωρώντας ότι είναι «το όπιο του λαού» που κηρύττει η εκκλησία, ένα όπιο που κάνει τους ανθρώπους να αποδέχονται την αδικία ενώ περιμένουν κάποιον μεταθανάτιο παράδεισο. Όσοι κάνουν αυτήν την κριτική έχουν μερικώς δίκιο. Η εκκλησία πολλές φορές στην ιστορία δυστυχώς έχει παίξει αρνητικό ρόλο, πολλές φορές άθελά της, ίσως και κάποιες φορές εν γνώσει της. Όμως τα λάθη της εκκλησίας στην ιστορία δεν μηδενίζουν το μήνυμα του Χριστού. Διότι ο Χριστός δεν κήρυξε τη βασιλεία Του για να αποδεχόμαστε τις αδικίες του παρόντος, αλλά για να εμπνεόμαστε από τη μέλλουσα βασιλεία ώστε να μαχόμαστε σήμερα ενάντια σε κάθε αδικία, σε όλους τους τομείς της ζωής. Μια μάχη μάλιστα, που ξεκινάει μέσα σε εμάς τους ίδιους.

Έτσι ακόμα κι αν δεν πιστεύεις στον Θεό, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να γνωριστούμε και να μιλήσουμε… Ως εκκλησία διακηρύττουμε κάτι πολύ όμορφο: υπάρχει Θεός, μας αγαπά παρόλο που εμείς απομακρυνθήκαμε, μας αγαπά τόσο ώστε να πεθάνει ο Γιός Του για τις αμαρτίες μας. Εμείς αυτό πιστεύουμε. Εσύ ίσως θεωρείς ότι δεν αποδεικνύεται. Έχεις δίκιο, είναι θέμα πίστης (όπως δεν αποδεικνύεται βέβαια ότι δεν υπάρχει Θεός). Όμως ακόμα κι αν δεν το πιστεύεις, το υπαρξιακό ερώτημα παραμένει: θα ήθελες η πίστη μας να μπορούσε να αποδειχθεί αληθινή; Εάν ναι, οπωσδήποτε έχουμε κάτι να συζητήσουμε. Εάν όχι… αναρωτιέσαι καθόλου γιατί δεν θα ήθελες να υπάρχει Θεός που να σε αγαπά;